thwt
Look at other dictionaries:
πορθώτης — ὁ, Α ιερέας τού Θωθ στην Αίγυπτο, επόπτης τών ιερών ιβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό pwr Thwt «ο μεγάλος (ιερέας) τού Θωθ»] … Dictionary of Greek
πορθώτης — ὁ, Α ιερέας τού Θωθ στην Αίγυπτο, επόπτης τών ιερών ιβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό pwr Thwt «ο μεγάλος (ιερέας) τού Θωθ»] … Dictionary of Greek